- ἀνατρέψω
- ἀνατρέπωoverturnaor subj act 1st sgἀνατρέπωoverturnfut ind act 1st sgἀνατρέπωoverturnaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεωτεροποιώ — νεωτεροποιῶ, έω (Α) [νεωτεροποιός] 1. επιχειρώ κάτι με νέο τρόπο 2. εισάγω καινοτομίες, νεωτερισμούς 3. εγείρω επανάσταση προκειμένου να ανατρέψω το πολιτικό καθεστώς 4. καθαρίζω τα άκρα πληγής 5. (για τη Σελήνη) παίρνω νέα μορφή, βρίσκομαι σε… … Dictionary of Greek